εξαγριωτικός

εξαγριωτικός
-ή, -ό
αυτός που προκαλεί εξαγρίωση.
[ΕΤΥΜΟΛ. < εξαγριώνω. Η λ. μαρτυρείται από το 1761 στον Ιώσηπο Μοισιόδακα].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”